μασθός

μασθός
μασθός
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μασθός — μασθός, o (AM) βλ. μαστός …   Dictionary of Greek

  • μασθοῖς — μασθός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασθοί — μασθός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασθοῦ — μασθός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασθούς — μασθός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασθῶν — μασθός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασθῷ — μασθός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασθόν — μασθός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίμασθος — και καλλίμαστος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει ωραίους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + μασθος (< μασθός), πρβλ. γυναικό μασθος, μεγαλό μασθος] …   Dictionary of Greek

  • κατάμασθος — κατάμασθος, ον (Α) το θηλ. ἡ κατάμασθος αυτή που έχει μεγάλους, εξογκωμένους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μασθος (< μασθός «μαστός»), πρβλ. γυναικό μασθος, μεγαλό μασθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”